κατακοτταβίζω

κατακοτταβίζω
κατακοτταβίζω (Α)
παίζω τον κότταβο σε συμπόσιο, εκσφενδονίζω κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + κοτταβίζω «παίζω κότταβο» (< κότταβος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”